καθοδηγώ

καθοδηγώ
(AM καθοδηγώ, -έω) [καθοδηγός]
1. οδηγώ, δείχνω τον δρόμο («ὁ καθοδηγῶν αἰχμάλωτος ἐξέπεσε τῆς ὁδοῡ», Πλούτ.)
2. συμβουλεύω, νουθετώ, δείχνω σε κάποιον τον σωστό τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς (α. «πάντοτε μέ καθοδηγούσε σωστά» β. «πλανῶν ἔθνη καὶ ἀπολλόων αὐτά, καταστρωννύων ἔθνη καὶ καθοδηγῶν αὐτά», ΠΔ)
3. κατευθύνω, διευθύνω
μσν.
1. εξηγώ
2. εκπαιδεύω
3. επιδιορθώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθοδηγώ — καθοδηγώ, καθοδήγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθοδηγώ — καθοδήγησα, καθοδηγήθηκα, καθοδηγημένος, δείχνω το δρόμο σε κάποιον, τον συμβουλεύω, τον χειραγωγώ: Τον καθοδήγησα πώς να βρει το δίκιο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθοδηγῷ — καθοδηγός guide masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλοδασκαλεύομαι — καθοδηγώ κάποιον σε κάτι και καθοδηγούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + δασκαλεύω (ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • πατρονάρω — καθοδηγώ, κατευθύνω ή προστατεύω κάποιον, τόν προωθώ παρά τη θέλησή του ή με αθέμιτα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. patronner «προστατεύω» (< patron)] …   Dictionary of Greek

  • καθοδηγῶι — καθοδηγῷ , καθοδηγός guide masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθοδήγηση — η (Α καθοδήγησις) [καθοδηγώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθοδηγώ, ακριβής οδήγηση, χειραγώγηση, υπόδειξη 2. (συγκρμ.) η ηγεσία («η καθοδήγηση τού κόμματος») …   Dictionary of Greek

  • ακαθοδήγητος — η, ο [καθοδηγώ] αυτός που δεν τόν έχουν καθοδηγήσει σωστά, ασυμβούλευτος …   Dictionary of Greek

  • αναδιδάσκω — (Α ἀναδιδάσκω) διδάσκω εκ νέου, με διαφορετικό ή καλύτερο τρόπο αρχ. μσν. διδάσκω, καθοδηγώ, πληροφορώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. ερμηνεύω, εξηγώ 2. φρ. «ἀναδιδάσκω δράμα», το παρουσιάζω εκ νέου στη σκηνή ΙΙ. παθ. 1. διδάσκομαι, πληροφορούμαι καλύτερα… …   Dictionary of Greek

  • δαδουχώ — (AM δᾳδουχῶ, έω) [δαδούχος] 1. κρατώ δάδα ή πυρσό σε πομπή 2. φωτίζω, καθοδηγώ με τα πνευματικά μου χαρίσματα, τις διδασκαλίες μου μσν. 1. φωτίζω («δᾳδουχεῑν ἀπήρξατο τὴν νύκτα σελήνης ή γλαυκόφωτος... σφαῑρα»). 2. διατηρώ αναμμένο αρχ. 1. έχω το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”